κομπάρσος

κομπάρσος
ο
1) статист; 2) перен. пешка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κομπάρσος" в других словарях:

  • κομπάρσος — Βοηθητικό, συνήθως βουβό, πρόσωπο σε θεατρική παράσταση και σε κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία. Οι κ. χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις εποχές και σε κάθε θεατρικό είδος. Ενώ στο δραματικό θέατρο ο αριθμός τους ήταν συνήθως περιορισμένος, στο… …   Dictionary of Greek

  • κομπάρσος — ο (λ. ιταλ.) 1. βοηθητικό πρόσωπο θεατρικής παράστασης ή κινηματογραφικής ταινίας. 2. άσημο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βαλεντίνο, Ροδόλφο — (Rudolph Valentino, Τάρας, Ιταλία 1895 – Νέα Υόρκη 1926). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του ιταλικής καταγωγής Αμερικανού ηθοποιού του κινηματογράφου Ροντόλφο Τζουλιέλμι (Rodolfo Guglielmi). Μετανάστευσε το 1913 στις HΠΑ, όπου έκανε διάφορα επαγγέλματα… …   Dictionary of Greek

  • Βίντορ, Κινγκ — (King Vidor, Γκάλβεστον, Τέξας 1894 – 1982).Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του ως κομπάρσος και βοηθός οπερατέρ και γύρισε την πρώτη του ταινία το 1919. Είχε επιτυχημένη καριέρα τόσο στον βωβό όσο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»